Για όσους γνωρίζουν και έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και σχετική εμπειρία η εξακρίβωση της αιτίας μιας δασικής πυρκαγιάς και μάλιστα μεγάλης έκτασης δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Οι μόνοι που νομιμοποιούνται και εν τέλει δικαιούνται να ομιλούν για την αιτία των δασικών πυρκαγιών, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται η μυστικότητα της προανάκρισης είναι μόνον οι αρμόδιοι κατά τόπον ανακριτικοί υπάλληλοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που διενεργούν προανάκριση για την εξακρίβωση της αιτίας και την ανακάλυψη του υπαιτίου αυτής. Οι ίδιοι πολλές φορές δεν κατορθώνουν να εξάγουν με βεβαιότητα συμπεράσματα για την αιτία και απλά πιθανολογούν γι’ αυτήν. Στην τελευταία βέβαια περίπτωση η δικογραφία τίθεται στο Αρχείο της αρμόδιας Εισαγγελίας, αφού δεν κατέστη δυνατόν οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι να εντοπίσουν με βεβαιότητα την αιτία. Είναι δύσκολη υπόθεση η εξακρίβωση της αιτίας μιας δασικής πυρκαγιάς ακόμη και για έμπειρους ανακριτικούς υπαλλήλους της Πυροσβεστικής γιατί απαιτείται προηγούμενα να εντοπισθεί η εστία της πυρκαγιάς. Και αυτή η εργασία απαιτεί ειδικές τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις καθώς και πολύ μεγάλη σχετική εμπειρία. Οι εν λόγω ειδικές γνώσεις, μπορούν να αποκτηθούν μόνον μέσα από ειδική εκπαίδευση.
Από τα υπάρχοντα στατιστικά στοιχεία του Σώματος και ειδικές έρευνες στο 50 έως 60% των δασικών πυρκαγιών δεν καθίσταται εφικτή η εξακρίβωση των αιτιών που τις προκάλεσαν. Από τις πυρκαγιές που εξακριβώνεται η αιτία σε «εμπρησμό με πρόθεση» οφείλεται το 25% περίπου κατά μέσο όρο. Τέλος από τις υποθέσεις που παραπέμπονται στο ακροατήριο του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου για να δικαστούν, μόνο το 5 έως 10% των υπαιτίων καταδικάζονται για εμπρησμό με πρόθεση ή από αμέλεια σε δάσος ή δασική έκταση και τούτο γιατί για τους λοιπούς δεν υπάρχουν αποδείξεις. Από τα στοιχεία αυτά είναι εμφανές ότι τα εγκλήματα του εμπρησμού δάσους είναι δυσεξιχνίαστα.
Η εστία μιας δασικής πυρκαγιάς καλύπτει συνήθως έκταση από 1 έως 2 m2 και προκειμένου να εντοπισθεί από τους ειδικούς απαιτείται να μελετηθεί με μεθοδικό και επιστημονικό τρόπο και τεχνικές η καμένη έκταση και ειδικά η βλάστηση και λοιπή καύσιμη ύλη καθώς και άλλα υπάρχοντα αντικείμενα. Όταν εντοπισθεί η εστία με ειδικά μέσα και ιδιαίτερο τρόπο και μεθοδικότητα συλλέγονται «ύποπτα» ίχνη ή υπολείμματα του μέσου που προκάλεσε την πυρκαγιά και αυτά ως πειστήρια αποστέλλονται στα εγκληματολογικά εργαστήρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας για περαιτέρω επιστημονική εξέταση.
Από όλα τα ανωτέρω λοιπόν γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι για την εξακρίβωση της αιτίας μιας δασικής πυρκαγιάς απαιτείται αρκετός χρόνος, που μπορεί να φθάσει από λίγες ώρες μέχρι και μέρες, ανάλογα με την έκταση και την εμπειρία των ειδικών, για το σκοπό αυτό ανακριτικών υπαλλήλων. Έτσι δεν είναι καθόλου απλό το να ομιλεί ο καθένας αναρμόδιος για την αιτία των δασικών πυρκαγιών.
Βέβαια η απόδοση των δασικών πυρκαγιών σε «εμπρησμό» το μόνο που εξυπηρετεί είναι ότι προσφέρει ένα πολύ καλό και προς στιγμήν αξιόπιστο «άλλοθι» για όλους εκείνους που μπορεί να έχουν επιχειρησιακές, νομικές, πολιτικές και κοινωνικές ευθύνες και εξυπηρετούν ποικίλες σκοπιμότητες. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει αναζωπύρωση παλιάς δασικής πυρκαγιάς και προκληθούν καταστροφές οι ζημιωθέντες μπορούν να απαιτήσουν αποζημιώσεις από το κράτος γιατί υπάρχει αστική ευθύνη. Αν τώρα στην ίδια περίπτωση, ως αιτία είναι ο εμπρησμός, δεν υπάρχει αστική ευθύνη του κράτους και σε αποζημίωση ενέχεται ο δράστης όταν ανακαλυφθεί και καταδικαστεί.
Πρώην Διευθυντής
Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού